διαβολαί

διαβολαί
διαβολή
false accusation
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μοιχικός — ή, ό (Α μοιχικός, ή, όν) [μοιχός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοιχό ή στη μοιχεία («μοιχικαὶ διαβολαί» κατηγορίες για μοιχεία, Λουκιαν.) 2. επιρρεπής προς τη μοιχεία. επίρρ... μοιχικῶς (ΑΜ) με τρόπο μοιχικό, που αρμόζει σε μοιχό …   Dictionary of Greek

  • ДИАВОЛ — [греч. διάβολος], одно из наименований главы темных сил (см. статьи Демонология, Сатана). Греч. слово διάβολος в библейских и святоотеческих текстах обозначает главного противника Бога. В Септуагинте оно обычно (но не всегда; см., напр.: 3 Цар 11 …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”